- τουκάν
- το, Νάκλ. ζωολ. κοινή τοπική ονομασία 40 περίπου ειδών δρυοκολαπτόμορφων πτηνών τής τροπικής Αμερικής που συγκροτούν την οικογένεια ραμφαστίδες, με κύριο χαρακτηριστικό το τεράστιο, αν και ελαφρύ, ζωηρόχρωμο ράμφος τους, που φέρει χαρακτηριστικά για κάθε είδος διακοσμητικά σχέδια και το οποίο, εκτός από τη διάκριση τών διαφόρων ειδών μεταξύ τους, παίζει και προστατευτικό ρόλο τρομάζοντας τους θηρευτές.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. toucan < πορτογ. tucano, από λ. τής γλώσσας Τούπι].
Dictionary of Greek. 2013.